- ηιεν
- ἤϊεν
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἤιεν — ἤϊεν , ἀίω 1 perceive imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἤϊεν , εἶμι ibo imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦιεν — ᾖεν , εἶμι ibo imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ᾖεν , εἶμι ibo imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτιφανής — νυκτιφανής, ές (Α) 1. αυτός που λάμπει τη νύχτα («νυκτιφανὴς Μήνη», Ερμ.) 2. αυτός που εμφανίζεται στη διάρκεια τής νύχτας («νυκτιφανὴς ἀχάρακτος ἑώιος ἤιεν ἀστήρ», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φανής (< φαίνω /… … Dictionary of Greek